τσάκισμα — το, Ν [τσακίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακίζω 2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («τό τσάκισμα τού παντελονιού») 3. καταπόνηση, κατάπτωση 4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση 5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα 6 … Dictionary of Greek
κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… … Dictionary of Greek
δίπλιασμα — το [διπλιάζω] 1. διπλασιασμός 2. δίπλωμα, τσάκισμα … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
δίπλωση — η (AM δίπλωσις) [διπλώ] στον πληθ. διπλώσεις πτυχές υφάσματος νεοελλ. το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα μσν. γραμμ. η επανάληψη φθόγγου αρχ. 1. διπλασίαση 2. σύνθεση λέξεων 3. γυμναστική άσκηση, κάμψη τού άνω κορμού με παραμονή τής… … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
επίφθεγμα — το (Α ἐπίφθεγμα) [επιφθέγγομαι] νεοελλ. ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ. αρχ. 1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.) 2. ό,τι λέγεται για… … Dictionary of Greek
θλάση — η (ΑΜ θλάσις) [θλω] σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα νεοελλ. 1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση τής συνέχειας τού δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική… … Dictionary of Greek
θρύψη — η (Α θρύψις, εως) [θρύπτω] 1. συντριβή, τσάκισμα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα αρχ. 1. (για αέρα) το σκόρπισμα 2. ασέλγεια, ασωτία 3. καλλωπισμός … Dictionary of Greek
κατάκλαση — η (Α κατάκλασις) [κατακλώ] 1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα 2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου 3. διάστρεμμα 4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» στραβισμός … Dictionary of Greek